διχάζομαι

διχάζομαι
διχάζω
divide in two
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διχάζομαι — διχάζομαι, διχάστηκα, διχασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμφινοώ — ἀμφινοῶ ( έω) (Α) [ἀμφίνοος] διχάζομαι ανάμεσα σε δύο γνώμες, διαπορώ, αμφιβάλλω …   Dictionary of Greek

  • δυάζω — (AM δυάζω) 1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ 2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές 3. μέσ. δυάζομαι διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω μσν. 1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος 2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι 3. είμαι διπλός αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”